πτερόδρομο

πτερόδρομο
το, Ν
ζωολ. γένος ρινοτρυπόμορφων πτηνών συγγενικών με τους θυελλοδύτες και τα θυελλοπούλια, που φωλιάζουν κατά αποικίες σε νησιά τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών και χαρακτηρίζονται από το γρήγορο, νευρικό πέταγμά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterodroma (< πτερό + -δρόμος < δρόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”